Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κῆπος
κηπουρός
κήρ
κῆρ
κηραίνω
κηρεσσιφόρητος
κήρινος
κηρίον
κηριτρεφής
κηρόδετος
κηροειδής
κηρόθι
κηροπλάστης
κηρόπλαστος
κηρός
κηροχυτέω
κήρυγμα
κηρῡ́καινα
κηρῡκείᾱ
κηρῡ́κειον
κηρῡ́κευμα
View word page
κηρο-ειδής
κηροειδήςέςadjεἶδος1 of substanceswax-likePl.

ShortDef

like wax, waxen

Debugging

Headword:
κηροειδής
Headword (normalized):
κηροειδής
Headword (normalized/stripped):
κηροειδης
IDX:
22635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22636
Key:
κηροειδής

Data

{'headword_display': '<b>κηρο-ειδής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κηρο<hyph/>ειδής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>εἶδος<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of substances</Indic><Tr>wax-like</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κηροειδής'}