Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄχρηστος
ἄχρι
ἄχρῡσος
ἀχρώματος
ἄχρως
ἄχρωστος
ἄχῡμος
ἀχυρμίᾱ
ἀχυροδόκη
ἄχυρον
ἀχῡρός
ᾱ̓χώ
ἀχώριστος
ἄψ
ἀψάλακτος
ἄψαυστος
ἀψεγής
ἄψεκτος
ἄψερον
ἀψεύδεια
ἀψευδέω
View word page
ἀχῡρός
ἀχῡρόςοῦm bran-heapAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀχῡρός
Headword (normalized):
ἀχῡρός
Headword (normalized/stripped):
αχυρος
IDX:
2262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2263
Key:
ἀχῡρός

Data

{'headword_display': '<b>ἀχῡρός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀχῡρός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>bran-heap</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀχῡρός'}