Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κήδω
κηθάριον
κῆθι
Κήιος
κηκῑ́ς
κηκῑ́ω
κῆλα
κήλεος
κηλέω
κηληθμός
κηλήματα
κήλησις
κηλήτειρα
κηλητήριος
κηλῑδόω
κηλῑ́ς
κῆλος
κήλων
κηλώνειον
κημός
κημόω
View word page
κηλήματα
κηλήματατωνn.pl bewitchments, enchantmentsof love, an alluring womanIbyc. E.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κηλήματα
Headword (normalized):
κηλήματα
Headword (normalized/stripped):
κηληματα
IDX:
22606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22607
Key:
κηλήματα

Data

{'headword_display': '<b>κηλήματα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κηλήματα</HL><Infl>των</Infl><PS>n.pl</PS></HG> <nS1><Tr>bewitchments, enchantments<Expl>of love, an alluring woman</Expl></Tr><Au>Ibyc. E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κηλήματα'}