Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀχρημοσύνη
ἀχρήμων
ἀχρηστίᾱ
ἄχρηστος
ἄχρι
ἄχρῡσος
ἀχρώματος
ἄχρως
ἄχρωστος
ἄχῡμος
ἀχυρμίᾱ
ἀχυροδόκη
ἄχυρον
ἀχῡρός
ᾱ̓χώ
ἀχώριστος
ἄψ
ἀψάλακτος
ἄψαυστος
ἀψεγής
ἄψεκτος
View word page
ἀχυρμίᾱ
ἀχυρμίᾱᾱςfἄχυρον chaff-heapIl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀχυρμίᾱ
Headword (normalized):
ἀχυρμίᾱ
Headword (normalized/stripped):
αχυρμια
IDX:
2259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2260
Key:
ἀχυρμίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ἀχυρμίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀχυρμίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἄχυρον</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>chaff-heap</Tr><Au>Il.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀχυρμίᾱ'}