Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀχρεῖος
ἀχρειόω
ἀχρηματίᾱ
ἀχρήματος
ἀχρημοσύνη
ἀχρήμων
ἀχρηστίᾱ
ἄχρηστος
ἄχρι
ἄχρῡσος
ἀχρώματος
ἄχρως
ἄχρωστος
ἄχῡμος
ἀχυρμίᾱ
ἀχυροδόκη
ἄχυρον
ἀχῡρός
ᾱ̓χώ
ἀχώριστος
ἄψ
View word page
ἀ-χρώματος
χρώματοςονadjprivatv.prfx., χρῶμα of that which truly existscolourlessPl.

ShortDef

colourless

Debugging

Headword:
ἀχρώματος
Headword (normalized):
ἀχρώματος
Headword (normalized/stripped):
αχρωματος
IDX:
2255
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2256
Key:
ἀχρώματος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-χρώματος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>χρώματος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>privatv.prfx., <Ref>χρῶμα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of that which truly exists</Indic><Tr>colourless</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀχρώματος'}