Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κεῦθος
κεύθω
κεφαλᾱ́
κεφάλαιον
κεφαλαιόω
κεφαλαιώδης
κεφαλαίωμα
κεφαλαλγής
κεφαλή
κεφαληγερέτα
κεφαλιόω
κεφαλίς
Κεφαλλήν
κεχάνδει
κεχάραγμαι
κεχάρηκα
κεχαρισμένως
κεχαρμένος
κέχηνα
Κεχηναῖοι
κέχλᾱδα
View word page
κεφαλιόω
κεφαλιόωcontr.vb strike the head ofa slaveNT.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κεφαλιόω
Headword (normalized):
κεφαλιόω
Headword (normalized/stripped):
κεφαλιοω
IDX:
22558
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22559
Key:
κεφαλιόω

Data

{'headword_display': '<b>κεφαλιόω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κεφαλιόω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>strike the head of</Tr><Obj>a slave<Au>NT.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'κεφαλιόω'}