Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κευθάνω
κευθμός
κευθμών
κεῦθος
κεύθω
κεφαλᾱ́
κεφάλαιον
κεφαλαιόω
κεφαλαιώδης
κεφαλαίωμα
κεφαλαλγής
κεφαλή
κεφαληγερέτα
κεφαλιόω
κεφαλίς
Κεφαλλήν
κεχάνδει
κεχάραγμαι
κεχάρηκα
κεχαρισμένως
κεχαρμένος
View word page
κεφαλ-αλγής
κεφαλαλγήςέςadjκεφαλήἄλγος of foodstuffscausing a headacheX.

ShortDef

causing headache

Debugging

Headword:
κεφαλαλγής
Headword (normalized):
κεφαλαλγής
Headword (normalized/stripped):
κεφαλαλγης
IDX:
22555
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22556
Key:
κεφαλαλγής

Data

{'headword_display': '<b>κεφαλ-αλγής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κεφαλ<hyph/>αλγής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κεφαλή</Ref><Ref>ἄλγος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of foodstuffs</Indic><Tr>causing a headache</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κεφαλαλγής'}