Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κέστρᾱ
κευθάνω
κευθμός
κευθμών
κεῦθος
κεύθω
κεφαλᾱ́
κεφάλαιον
κεφαλαιόω
κεφαλαιώδης
κεφαλαίωμα
κεφαλαλγής
κεφαλή
κεφαληγερέτα
κεφαλιόω
κεφαλίς
Κεφαλλήν
κεχάνδει
κεχάραγμαι
κεχάρηκα
κεχαρισμένως
View word page
κεφαλαίωμα
κεφαλαίωμαατοςn sum totalof peopleHdt.

ShortDef

the sum total

Debugging

Headword:
κεφαλαίωμα
Headword (normalized):
κεφαλαίωμα
Headword (normalized/stripped):
κεφαλαιωμα
IDX:
22554
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22555
Key:
κεφαλαίωμα

Data

{'headword_display': '<b>κεφαλαίωμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κεφαλαίωμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>sum total<Expl>of people</Expl></Tr><Au>Hdt.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κεφαλαίωμα'}