Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κέρτομος
κερχνῄς
κέρχνος
κέρχνωμα
κερῶ
κέρωνται
κέρως
κέσκετο
κεστός
κέστρᾱ
κευθάνω
κευθμός
κευθμών
κεῦθος
κεύθω
κεφαλᾱ́
κεφάλαιον
κεφαλαιόω
κεφαλαιώδης
κεφαλαίωμα
κεφαλαλγής
View word page
κευθάνω
κευθάνωvbκεύθω hide, conceala personIl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κευθάνω
Headword (normalized):
κευθάνω
Headword (normalized/stripped):
κευθανω
IDX:
22545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22546
Key:
κευθάνω

Data

{'headword_display': '<b>κευθάνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κευθάνω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>κεύθω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>hide, conceal<Expl>a person</Expl></Tr><Au>Il.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'κευθάνω'}