Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
κερόωντο
κέρσα
κερτομέω
κερτόμησις
κερτομίη
κέρτομος
κερχνῄς
κέρχνος
κέρχνωμα
κερῶ
κέρωνται
κέρως
κέσκετο
κεστός
κέστρᾱ
κευθάνω
κευθμός
κευθμών
κεῦθος
κεύθω
κεφαλᾱ́
View word page
κέρωνται
κέρωνται
ep.3pl.mid.subj.
see
κεράω
1
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κέρωνται
Headword (normalized):
κέρωνται
Headword (normalized/stripped):
κερωνται
IDX:
22540
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22541
Key:
κέρωνται
Data
{'headword_display': '<b>κέρωνται</b>', 'content': '<XE><RefFm>κέρωνται<LblR>ep.3pl.mid.subj.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>κεράω<Hm>1</Hm></Ref></XR> </XE>', 'key': 'κέρωνται'}