Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κερουλκός
κερουτιάω
κερουχίς
κεροφόρος
κερόωντο
κέρσα
κερτομέω
κερτόμησις
κερτομίη
κέρτομος
κερχνῄς
κέρχνος
κέρχνωμα
κερῶ
κέρωνται
κέρως
κέσκετο
κεστός
κέστρᾱ
κευθάνω
κευθμός
View word page
κερχνῄς
κερχνῄςῇδοςf kestrelAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κερχνῄς
Headword (normalized):
κερχνῄς
Headword (normalized/stripped):
κερχνης
IDX:
22536
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22537
Key:
κερχνῄς

Data

{'headword_display': '<b>κερχνῄς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κερχνῄς</HL><Infl>ῇδος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>kestrel</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κερχνῄς'}