Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κερόεις
κεροπλάστης
κεροτυπέω
κερουλκός
κερουτιάω
κερουχίς
κεροφόρος
κερόωντο
κέρσα
κερτομέω
κερτόμησις
κερτομίη
κέρτομος
κερχνῄς
κέρχνος
κέρχνωμα
κερῶ
κέρωνται
κέρως
κέσκετο
κεστός
View word page
κερτόμησις
κερτόμησιςεωςf mockeryS.

ShortDef

jeering, mockery

Debugging

Headword:
κερτόμησις
Headword (normalized):
κερτόμησις
Headword (normalized/stripped):
κερτομησις
IDX:
22533
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22534
Key:
κερτόμησις

Data

{'headword_display': '<b>κερτόμησις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κερτόμησις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>mockery</Tr><Au>S.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κερτόμησις'}