Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κερματιστής
κέρνᾱμι
κεροβάτᾱς
κερόδετος
κερόεις
κεροπλάστης
κεροτυπέω
κερουλκός
κερουτιάω
κερουχίς
κεροφόρος
κερόωντο
κέρσα
κερτομέω
κερτόμησις
κερτομίη
κέρτομος
κερχνῄς
κέρχνος
κέρχνωμα
κερῶ
View word page
κερο-φόρος
κεροφόροςονadjφέρω of cowshaving hornshornedE.

ShortDef

horned

Debugging

Headword:
κεροφόρος
Headword (normalized):
κεροφόρος
Headword (normalized/stripped):
κεροφορος
IDX:
22529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22530
Key:
κεροφόρος

Data

{'headword_display': '<b>κερο-φόρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κερο<hyph/>φόρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φέρω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of cows</Indic><Def>having horns</Def><Tr>horned</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κεροφόρος'}