Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κέρμα
κερματίζω
κερμάτιον
κερματιστής
κέρνᾱμι
κεροβάτᾱς
κερόδετος
κερόεις
κεροπλάστης
κεροτυπέω
κερουλκός
κερουτιάω
κερουχίς
κεροφόρος
κερόωντο
κέρσα
κερτομέω
κερτόμησις
κερτομίη
κέρτομος
κερχνῄς
View word page
κερουλκός
κερουλκόςόνadjἕλκω of a bowhorn-drawnE.cf. κερόδετος

ShortDef

drawn by the horns

Debugging

Headword:
κερουλκός
Headword (normalized):
κερουλκός
Headword (normalized/stripped):
κερουλκος
IDX:
22526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22527
Key:
κερουλκός

Data

{'headword_display': '<b>κερουλκός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κερουλκός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἕλκω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a bow</Indic><Tr>horn-drawn</Tr><Au>E.</Au><XR>cf. <Ref>κερόδετος</Ref></XR></aS1></AE>', 'key': 'κερουλκός'}