Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Κέρκῡρα
Κέρκωψ
κέρμα
κερματίζω
κερμάτιον
κερματιστής
κέρνᾱμι
κεροβάτᾱς
κερόδετος
κερόεις
κεροπλάστης
κεροτυπέω
κερουλκός
κερουτιάω
κερουχίς
κεροφόρος
κερόωντο
κέρσα
κερτομέω
κερτόμησις
κερτομίη
View word page
κερο-πλάστης
κεροπλάστηςουmπλάσσω one who dresses hair in the shape of hornshairstylistArchil.

ShortDef

arranging the hair in horns

Debugging

Headword:
κεροπλάστης
Headword (normalized):
κεροπλάστης
Headword (normalized/stripped):
κεροπλαστης
IDX:
22524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22525
Key:
κεροπλάστης

Data

{'headword_display': '<b>κερο-πλάστης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κερο<hyph/>πλάστης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>πλάσσω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>one who dresses hair in the shape of horns</Def><Tr>hairstylist</Tr><Au>Archil.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κεροπλάστης'}