Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κερκιστικός
κέρκος
κέρκουρος
κερκύδῑλος
Κέρκῡρα
Κέρκωψ
κέρμα
κερματίζω
κερμάτιον
κερματιστής
κέρνᾱμι
κεροβάτᾱς
κερόδετος
κερόεις
κεροπλάστης
κεροτυπέω
κερουλκός
κερουτιάω
κερουχίς
κεροφόρος
κερόωντο
View word page
κέρνᾱμι
κέρνᾱμιAeol.vb seeκεράννῡμι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κέρνᾱμι
Headword (normalized):
κέρνᾱμι
Headword (normalized/stripped):
κερναμι
IDX:
22520
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22521
Key:
κέρνᾱμι

Data

{'headword_display': '<b>κέρνᾱμι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>κέρνᾱμι</HL><PS>Aeol.vb</PS> </HG><XR>see<Ref>κεράννῡμι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κέρνᾱμι'}