Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κερκίς
κερκιστικός
κέρκος
κέρκουρος
κερκύδῑλος
Κέρκῡρα
Κέρκωψ
κέρμα
κερματίζω
κερμάτιον
κερματιστής
κέρνᾱμι
κεροβάτᾱς
κερόδετος
κερόεις
κεροπλάστης
κεροτυπέω
κερουλκός
κερουτιάω
κερουχίς
κεροφόρος
View word page
κερματιστής
κερματιστήςοῦm money-changerNT.

ShortDef

a money-changer

Debugging

Headword:
κερματιστής
Headword (normalized):
κερματιστής
Headword (normalized/stripped):
κερματιστης
IDX:
22519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22520
Key:
κερματιστής

Data

{'headword_display': '<b>κερματιστής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κερματιστής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>money-changer</Tr><Au>NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κερματιστής'}