Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κέρδος
κερδοσύνη
κερδώ
κέρεα
κερεαλκής
κέρεϊ
κερέω
κερκιδοποιική
κερκίζω
κερκίς
κερκιστικός
κέρκος
κέρκουρος
κερκύδῑλος
Κέρκῡρα
Κέρκωψ
κέρμα
κερματίζω
κερμάτιον
κερματιστής
κέρνᾱμι
View word page
κερκιστικός
κερκιστικόςή όνadjof or relating to the pin-beaterfem.sb.art of weavingPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κερκιστικός
Headword (normalized):
κερκιστικός
Headword (normalized/stripped):
κερκιστικος
IDX:
22510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22511
Key:
κερκιστικός

Data

{'headword_display': '<b>κερκιστικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κερκιστικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Def>of or relating to the pin-beater</Def><SGrm><GLbl>fem.sb.</GLbl><Def>art of weaving</Def><Au>Pl.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'κερκιστικός'}