Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄχος
ἆχος
ἀχρᾱ́αντος
Ἀχραδούσιος
ἄχραντος
ἀχράς
ἀχρεῖος
ἀχρειόω
ἀχρηματίᾱ
ἀχρήματος
ἀχρημοσύνη
ἀχρήμων
ἀχρηστίᾱ
ἄχρηστος
ἄχρι
ἄχρῡσος
ἀχρώματος
ἄχρως
ἄχρωστος
ἄχῡμος
ἀχυρμίᾱ
View word page
ἀχρημοσύνη
ἀχρημοσύνηηςfἀχρήμων lack of moneypovertyOd. Thgn.

ShortDef

want of money

Debugging

Headword:
ἀχρημοσύνη
Headword (normalized):
ἀχρημοσύνη
Headword (normalized/stripped):
αχρημοσυνη
IDX:
2249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2250
Key:
ἀχρημοσύνη

Data

{'headword_display': '<b>ἀχρημοσύνη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀχρημοσύνη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἀχρήμων</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>lack of money</Def><Tr>poverty</Tr><Au>Od. Thgn.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀχρημοσύνη'}