Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κερατόφωνος
κερατώδης
κεραυνεγχής
κεραύνιος
κεραυνοβίᾱς
κεραυνοβολέω
κεραυνοβόλος
κεραυνοβρόντης
κεραυνός
κεραυνοφαής
κεραυνοφόρος
κεραυνόω
κεραύνωσις
κεράω
κεράω
Κέρβερος
κερδαίνω
κερδαλέος
κερδαλεόφρων
κερδίων
κέρδος
View word page
κεραυνο-φόρος
κεραυνοφόροςονadjφέρω of Eros, a king in a paintingwielding the lightning-boltPlu.

ShortDef

wielding the thunderbolt

Debugging

Headword:
κεραυνοφόρος
Headword (normalized):
κεραυνοφόρος
Headword (normalized/stripped):
κεραυνοφορος
IDX:
22490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22491
Key:
κεραυνοφόρος

Data

{'headword_display': '<b>κεραυνο-φόρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κεραυνο<hyph/>φόρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φέρω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Eros, a king in a painting</Indic><Tr>wielding the lightning-bolt</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κεραυνοφόρος'}