Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κεραός
κέρας
κερασβόλος
κέρασσα
κεράστης
κεραστίς
κερασφόρος
κεράτινος
κεράτιον
κερατόφωνος
κερατώδης
κεραυνεγχής
κεραύνιος
κεραυνοβίᾱς
κεραυνοβολέω
κεραυνοβόλος
κεραυνοβρόντης
κεραυνός
κεραυνοφαής
κεραυνοφόρος
κεραυνόω
View word page
κερατώδης
κερατώδηςεςadjof a hillhornedpeakedCall.

ShortDef

like antlers

Debugging

Headword:
κερατώδης
Headword (normalized):
κερατώδης
Headword (normalized/stripped):
κερατωδης
IDX:
22481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22482
Key:
κερατώδης

Data

{'headword_display': '<b>κερατώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κερατώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a hill</Indic><Def>horned</Def><Tr>peaked</Tr><Au>Call.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κερατώδης'}