Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀχορήγητος
ἄχορος
ἄχος
ἆχος
ἀχρᾱ́αντος
Ἀχραδούσιος
ἄχραντος
ἀχράς
ἀχρεῖος
ἀχρειόω
ἀχρηματίᾱ
ἀχρήματος
ἀχρημοσύνη
ἀχρήμων
ἀχρηστίᾱ
ἄχρηστος
ἄχρι
ἄχρῡσος
ἀχρώματος
ἄχρως
ἄχρωστος
View word page
ἀχρηματίᾱ
ἀχρηματίᾱᾱςfἀχρήματος lack of moneyTh. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀχρηματίᾱ
Headword (normalized):
ἀχρηματίᾱ
Headword (normalized/stripped):
αχρηματια
IDX:
2247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2248
Key:
ἀχρηματίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ἀχρηματίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀχρηματίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἀχρήματος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>lack of money</Tr><Au>Th. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀχρηματίᾱ'}