Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κεραμίς
κέραμος
κεραμωτόν
κεράννῡμι
κεραοξόος
κεραός
κέρας
κερασβόλος
κέρασσα
κεράστης
κεραστίς
κερασφόρος
κεράτινος
κεράτιον
κερατόφωνος
κερατώδης
κεραυνεγχής
κεραύνιος
κεραυνοβίᾱς
κεραυνοβολέω
κεραυνοβόλος
View word page
κεραστίς
κεραστίςίδοςfem.adjof Io, transformed into a cowhornedA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κεραστίς
Headword (normalized):
κεραστίς
Headword (normalized/stripped):
κεραστις
IDX:
22476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22477
Key:
κεραστίς

Data

{'headword_display': '<b>κεραστίς</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κεραστίς</HL><Infl>ίδος</Infl><PS>fem.adj</PS></HG><aS1><Indic>of Io, transformed into a cow</Indic><Tr>horned</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κεραστίς'}