Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κεραϊστής
κεραίω
κεραμείᾱ
κεραμεικός
κεραμεῖον
κεραμεοῦς
κεραμεύς
κεραμεύω
κεραμεών
κεραμικός
κεράμινος
κεράμιον
κεραμίς
κέραμος
κεραμωτόν
κεράννῡμι
κεραοξόος
κεραός
κέρας
κερασβόλος
κέρασσα
View word page
κεράμινος
κεράμινοςη ονadj of vesselsearthenware, ceramicHdt.

ShortDef

of clay, earthen

Debugging

Headword:
κεράμινος
Headword (normalized):
κεράμινος
Headword (normalized/stripped):
κεραμινος
IDX:
22464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22465
Key:
κεράμινος

Data

{'headword_display': '<b>κεράμινος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κεράμινος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of vessels</Indic><Tr>earthenware, ceramic</Tr><Au>Hdt.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κεράμινος'}