Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κεραίᾱ
κεραΐζω
κεραϊστής
κεραίω
κεραμείᾱ
κεραμεικός
κεραμεῖον
κεραμεοῦς
κεραμεύς
κεραμεύω
κεραμεών
κεραμικός
κεράμινος
κεράμιον
κεραμίς
κέραμος
κεραμωτόν
κεράννῡμι
κεραοξόος
κεραός
κέρας
View word page
κεραμεών
κεραμεώνῶνοςm earthenware jarwine-jarAr.

ShortDef

large wine-jar

Debugging

Headword:
κεραμεών
Headword (normalized):
κεραμεών
Headword (normalized/stripped):
κεραμεων
IDX:
22462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22463
Key:
κεραμεών

Data

{'headword_display': '<b>κεραμεών</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κεραμεών</HL><Infl>ῶνος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>earthenware jar</Def><Tr>wine-jar</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κεραμεών'}