Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κένωσις
κέοιτο
Κέος
κέπφος
κεράασθε
κεραελκής
κεραίᾱ
κεραΐζω
κεραϊστής
κεραίω
κεραμείᾱ
κεραμεικός
κεραμεῖον
κεραμεοῦς
κεραμεύς
κεραμεύω
κεραμεών
κεραμικός
κεράμινος
κεράμιον
κεραμίς
View word page
κεραμείᾱ
κεραμείᾱᾱςfκεραμεύς manufacture of clay vesselsart of the potter, potteryPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κεραμείᾱ
Headword (normalized):
κεραμείᾱ
Headword (normalized/stripped):
κεραμεια
IDX:
22456
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22457
Key:
κεραμείᾱ

Data

{'headword_display': '<b>κεραμείᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κεραμείᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>κεραμεύς</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>manufacture of clay vessels</Def><Tr>art of the potter, pottery</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κεραμείᾱ'}