Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κέντωρ
κένωμα
κένωσις
κέοιτο
Κέος
κέπφος
κεράασθε
κεραελκής
κεραίᾱ
κεραΐζω
κεραϊστής
κεραίω
κεραμείᾱ
κεραμεικός
κεραμεῖον
κεραμεοῦς
κεραμεύς
κεραμεύω
κεραμεών
κεραμικός
κεράμινος
View word page
κεραϊστής
κεραϊστήςοῦm plunderer, robberhHom.

ShortDef

plunderer

Debugging

Headword:
κεραϊστής
Headword (normalized):
κεραϊστής
Headword (normalized/stripped):
κεραιστης
IDX:
22454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22455
Key:
κεραϊστής

Data

{'headword_display': '<b>κεραϊστής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κεραϊστής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>plunderer, robber</Tr><Au>hHom.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κεραϊστής'}