Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Κενταύρειος
κενταυρικός
Κενταυρομαχίᾱ
κενταυροπληθής
κένταυρος
κενταυροφόνος
κεντέω
κέντημα
κεντρηνεκής
κεντρίζω
κεντροδᾱ́λητις
κέντρον
κεντρόω
κέντρων
κεντυρίων
κέντωρ
κένωμα
κένωσις
κέοιτο
Κέος
κέπφος
View word page
κεντρο-δᾱ́λητις
κεντροδᾱ́λητιςιδοςdial.fem.adjδηλέομαι of painsfrom the torturing stingof a gadflyA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κεντροδᾱ́λητις
Headword (normalized):
κεντροδᾱ́λητις
Headword (normalized/stripped):
κεντροδαλητις
IDX:
22439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22440
Key:
κεντροδᾱ́λητις

Data

{'headword_display': '<b>κεντρο-δᾱ́λητις</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κεντρο<hyph/>δᾱ́λητις</HL><Infl>ιδος</Infl><PS>dial.fem.adj</PS><Ety><Ref>δηλέομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of pains</Indic><Tr>from the torturing sting<Expl>of a gadfly</Expl></Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κεντροδᾱ́λητις'}