Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄχολος
ἄχομαι
ἄχορδος
ἀχόρευτος
ἀχορηγησίᾱ
ἀχορήγητος
ἄχορος
ἄχος
ἆχος
ἀχρᾱ́αντος
Ἀχραδούσιος
ἄχραντος
ἀχράς
ἀχρεῖος
ἀχρειόω
ἀχρηματίᾱ
ἀχρήματος
ἀχρημοσύνη
ἀχρήμων
ἀχρηστίᾱ
ἄχρηστος
View word page
Ἀχραδούσιος
Ἀχραδούσιοςονadj of or from Achradousw. play on ἀχράς and the Attic deme Acherdous PearswickianAr.

ShortDef

Crabby

Debugging

Headword:
Ἀχραδούσιος
Headword (normalized):
ἀχραδούσιος
Headword (normalized/stripped):
αχραδουσιος
IDX:
2242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2243
Key:
Ἀχραδούσιος

Data

{'headword_display': '<b>Ἀχραδούσιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>Ἀχραδούσιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Def>of or from Achradous<Expl>w. play on <Ref>ἀχράς</Ref> and the Attic deme Acherdous</Expl></Def><Tr> Pearswickian</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'Ἀχραδούσιος'}