Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κελαινόχρως
κελαινόχρωτος
κελαινώψ
κελαρύζω
κελέβη
κελέοντες
κελευθοποιός
κέλευθος
κέλευσμα
κελευσμός
κελευσμοσύνη
κελευστής
κελευστικός
κελευτιάω
κελεύω
κέλης
κελησάμην
κελητίζω
κελήτιον
κέλλω
κέλομαι
View word page
κελευσμοσύνη
κελευσμοσύνηηςf command, orderfr. a rulerHdt.

ShortDef

order, command

Debugging

Headword:
κελευσμοσύνη
Headword (normalized):
κελευσμοσύνη
Headword (normalized/stripped):
κελευσμοσυνη
IDX:
22390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22391
Key:
κελευσμοσύνη

Data

{'headword_display': '<b>κελευσμοσύνη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κελευσμοσύνη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>command, order<Expl>fr. a ruler</Expl></Tr><Au>Hdt.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κελευσμοσύνη'}