Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κελαινεφής
κελαινόβρωτος
κελαινόομαι
κελαινός
κελαινοφαής
κελαινόφρων
κελαινόχρως
κελαινόχρωτος
κελαινώψ
κελαρύζω
κελέβη
κελέοντες
κελευθοποιός
κέλευθος
κέλευσμα
κελευσμός
κελευσμοσύνη
κελευστής
κελευστικός
κελευτιάω
κελεύω
View word page
κελέβη
κελέβηης
dial.κελέβᾱᾱς
f
bowlfor wine, hot waterAnacr. Call. Theoc.

ShortDef

a cup, jar, pan

Debugging

Headword:
κελέβη
Headword (normalized):
κελέβη
Headword (normalized/stripped):
κελεβη
IDX:
22384
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22385
Key:
κελέβη

Data

{'headword_display': '<b>κελέβη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κελέβη</HL><Infl>ης</Infl><DL><Lbl>dial.</Lbl><FmHL>κελέβᾱ</FmHL><DInfl><FmInfl>ᾱς</FmInfl></DInfl></DL><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>bowl<Expl>for wine, hot water</Expl></Tr><Au>Anacr. Call. Theoc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κελέβη'}