Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κέλαδος
κελάδων
κελαινεγχής
κελαινεφής
κελαινόβρωτος
κελαινόομαι
κελαινός
κελαινοφαής
κελαινόφρων
κελαινόχρως
κελαινόχρωτος
κελαινώψ
κελαρύζω
κελέβη
κελέοντες
κελευθοποιός
κέλευθος
κέλευσμα
κελευσμός
κελευσμοσύνη
κελευστής
View word page
κελαινόχρωτος
κελαινόχρωτοςadjseeκελαινόβρωτος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κελαινόχρωτος
Headword (normalized):
κελαινόχρωτος
Headword (normalized/stripped):
κελαινοχρωτος
IDX:
22381
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22382
Key:
κελαινόχρωτος

Data

{'headword_display': '<b>κελαινόχρωτος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>κελαινόχρωτος</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see<Ref>κελαινόβρωτος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κελαινόχρωτος'}