Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κελάδημα
κελαδῆτις
κέλαδος
κελάδων
κελαινεγχής
κελαινεφής
κελαινόβρωτος
κελαινόομαι
κελαινός
κελαινοφαής
κελαινόφρων
κελαινόχρως
κελαινόχρωτος
κελαινώψ
κελαρύζω
κελέβη
κελέοντες
κελευθοποιός
κέλευθος
κέλευσμα
κελευσμός
View word page
κελαινό-φρων
κελαινόφρωνονgen.ονοςadjφρήν dark-mindedblack-heartedA.

ShortDef

black-hearted

Debugging

Headword:
κελαινόφρων
Headword (normalized):
κελαινόφρων
Headword (normalized/stripped):
κελαινοφρων
IDX:
22379
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22380
Key:
κελαινόφρων

Data

{'headword_display': '<b>κελαινό-φρων</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κελαινό<hyph/>φρων</HL><Infl>ον</Infl><VInfl><Lbl>gen.</Lbl><FmInfl>ονος</FmInfl></VInfl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φρήν</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>dark-minded</Def><Tr>black-hearted</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κελαινόφρων'}