Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
κέκρανται
κεκρᾱξιδάμᾱς
κεκρᾱ́ξομαι
κέκρημαι
κέκρῑγα
κέκρικα
Κέκροψ
κέκρυμμαι
κεκρύφαλος
κεκρύφαται
κέκτημαι
κέκυθον
κελαδεινός
κελαδέω
κελάδημα
κελαδῆτις
κέλαδος
κελάδων
κελαινεγχής
κελαινεφής
κελαινόβρωτος
View word page
κέκτημαι
κέκτημαι
pf.mid.
see
κτάομαι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κέκτημαι
Headword (normalized):
κέκτημαι
Headword (normalized/stripped):
κεκτημαι
IDX:
22365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22366
Key:
κέκτημαι
Data
{'headword_display': '<b>κέκτημαι</b>', 'content': '<XE><RefFm>κέκτημαι<LblR>pf.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>κτάομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κέκτημαι'}