Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κέκλυθι
κεκμᾱκώς
κέκομμαι
κεκόρεσμαι
κεκορυθμένος
κεκοτηώς
κεκρᾱ́ανται
κέκρᾱγα
κεκρᾱ́γματα
κεκρᾱγμός
κεκρᾱ́κτης
κέκρᾱμαι
κέκρανται
κεκρᾱξιδάμᾱς
κεκρᾱ́ξομαι
κέκρημαι
κέκρῑγα
κέκρικα
Κέκροψ
κέκρυμμαι
κεκρύφαλος
View word page
κεκρᾱ́κτης
κεκρᾱ́κτηςουm ranterref. to a demagogueAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κεκρᾱ́κτης
Headword (normalized):
κεκρᾱ́κτης
Headword (normalized/stripped):
κεκρακτης
IDX:
22353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22354
Key:
κεκρᾱ́κτης

Data

{'headword_display': '<b>κεκρᾱ́κτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κεκρᾱ́κτης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>ranter<Expl>ref. to a demagogue</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κεκρᾱ́κτης'}