Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀχθοφόρος
ἇχι
Ἀχιλλεύς
ἀχίτων
ἀχλαινίᾱ
ἄχλαινος
ἄχλοος
ἀχλυόεις
ἀχλύς
ἀχλύω
ἄχματα
ἄχνη
ἄχνυμαι
ἄχολος
ἄχομαι
ἄχορδος
ἀχόρευτος
ἀχορηγησίᾱ
ἀχορήγητος
ἄχορος
ἄχος
View word page
ἄχματα
ἄχματατωνn.plἄγω app.cargoAlc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄχματα
Headword (normalized):
ἄχματα
Headword (normalized/stripped):
αχματα
IDX:
2229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2230
Key:
ἄχματα

Data

{'headword_display': '<b>ἄχματα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἄχματα</HL><Infl>των</Infl><PS>n.pl</PS><Ety><Ref>ἄγω</Ref></Ety></HG> <nS1><Qualif>app.</Qualif><Tr>cargo</Tr><Au>Alc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἄχματα'}