Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπόπλοος
ἀποπλῡ́νω
ἀποπνέω
ἀποπνῑ́γω
ἀποπολεμέω
ἀπόπολις
ἀποπομπή
ἀποπονέω
ἀποπορεύομαι
ἀποπρᾱῡ́νω
ἀποπρεσβείᾱ
ἀποπρεσβεύω
ἀποπρίασθαι
ἀποπρῑ́ω
ἄποπρο
ἀποπροαιρέω
ἀποπροβάλλω
ἀποπροέηκε
ἀπόπροθεν
ἀπόπροθι
ἀποπροθρῴσκω
View word page
ἀποπρεσβείᾱ
ἀποπρεσβείᾱᾱςfἀποπρεσβεύω report from an ambassadordespatch, reportPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποπρεσβείᾱ
Headword (normalized):
ἀποπρεσβείᾱ
Headword (normalized/stripped):
αποπρεσβεια
IDX:
222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-223
Key:
ἀποπρεσβείᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ἀποπρεσβείᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀποπρεσβείᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἀποπρεσβεύω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>report from an ambassador</Def><Tr>despatch, report</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀποπρεσβείᾱ'}