Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κέαται
κεβλή
κεβλήπυρις
κεγχρεών
κέγχρος
κέγχρωμα
κεδάννῡμι
κεδάομαι
κεδνός
κεδρίη
κέδρινος
κεδρίς
κέδρος
κεδρωτός
κειάμενος
κείαται
κεῖθεν
κεῖμαι
κείμᾱν
κειμήλιον
κεινός
View word page
κέδρινος
κέδρινοςη ονadj of a chamber, chest, couch, the framework of a palaceof cedar-woodIl. E. Theoc. Plb.

ShortDef

of cedar

Debugging

Headword:
κέδρινος
Headword (normalized):
κέδρινος
Headword (normalized/stripped):
κεδρινος
IDX:
22298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22299
Key:
κέδρινος

Data

{'headword_display': '<b>κέδρινος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κέδρινος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a chamber, chest, couch, the framework of a palace</Indic><Tr>of cedar-wood</Tr><Au>Il. E. Theoc. Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κέδρινος'}