Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κᾱ́ω
κε
κεάζω
κέαντες
κέαρ
κέαται
κεβλή
κεβλήπυρις
κεγχρεών
κέγχρος
κέγχρωμα
κεδάννῡμι
κεδάομαι
κεδνός
κεδρίη
κέδρινος
κεδρίς
κέδρος
κεδρωτός
κειάμενος
κείαται
View word page
κέγχρωμα
κέγχρωμαnseeκέρχνωμα

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κέγχρωμα
Headword (normalized):
κέγχρωμα
Headword (normalized/stripped):
κεγχρωμα
IDX:
22293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22294
Key:
κέγχρωμα

Data

{'headword_display': '<b>κέγχρωμα</b>', 'content': '<XE><HG><HL>κέγχρωμα</HL><PS>n</PS></HG><XR>see<Ref>κέρχνωμα</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κέγχρωμα'}