Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καχεξίᾱ
καχεταιρίη
καχλάζω
κάχληξ
κάχρυς
καχύποπτος
καχυπότοπος
κᾱ́ω
κε
κεάζω
κέαντες
κέαρ
κέαται
κεβλή
κεβλήπυρις
κεγχρεών
κέγχρος
κέγχρωμα
κεδάννῡμι
κεδάομαι
κεδνός
View word page
κέαντες
κέαντεςAtt.masc.nom.pl.aor.ptcpl.seeκαίω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κέαντες
Headword (normalized):
κέαντες
Headword (normalized/stripped):
κεαντες
IDX:
22286
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22287
Key:
κέαντες

Data

{'headword_display': '<b>κέαντες</b>', 'content': '<XE><RefFm>κέαντες<LblR>Att.masc.nom.pl.aor.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>καίω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κέαντες'}