Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καχασμός
καχεκτέω
καχέκτης
καχεξίᾱ
καχεταιρίη
καχλάζω
κάχληξ
κάχρυς
καχύποπτος
καχυπότοπος
κᾱ́ω
κε
κεάζω
κέαντες
κέαρ
κέαται
κεβλή
κεβλήπυρις
κεγχρεών
κέγχρος
κέγχρωμα
View word page
κᾱ́ω
κᾱ́ωAtt.vbseeκαίω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κᾱ́ω
Headword (normalized):
κᾱ́ω
Headword (normalized/stripped):
καω
IDX:
22283
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22284
Key:
κᾱ́ω

Data

{'headword_display': '<b>κᾱ́ω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>κᾱ́ω</HL><PS>Att.vb</PS></HG><XR>see<Ref>καίω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κᾱ́ω'}