Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Κᾱφῑσός
καχάζω
καχασμός
καχεκτέω
καχέκτης
καχεξίᾱ
καχεταιρίη
καχλάζω
κάχληξ
κάχρυς
καχύποπτος
καχυπότοπος
κᾱ́ω
κε
κεάζω
κέαντες
κέαρ
κέαται
κεβλή
κεβλήπυρις
κεγχρεών
View word page
καχ-ύποπτος
καχύποπτοςονadjκακός of personssuspicious, mistrustfulPl. Arist.

ShortDef

suspecting evil, suspicious

Debugging

Headword:
καχύποπτος
Headword (normalized):
καχύποπτος
Headword (normalized/stripped):
καχυποπτος
IDX:
22281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22282
Key:
καχύποπτος

Data

{'headword_display': '<b>καχ-ύποπτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καχ<hyph/>ύποπτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κακός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>suspicious, mistrustful</Tr><Au>Pl. Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καχύποπτος'}