Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καύχημα
Κᾱφῑσός
καχάζω
καχασμός
καχεκτέω
καχέκτης
καχεξίᾱ
καχεταιρίη
καχλάζω
κάχληξ
κάχρυς
καχύποπτος
καχυπότοπος
κᾱ́ω
κε
κεάζω
κέαντες
κέαρ
κέαται
κεβλή
κεβλήπυρις
View word page
κάχρυς
κάχρυςυοςfreltd.κέγχροςacc.pl.
κάχρῡς
parched barleyAr. Plu.quot.com.

ShortDef

parched barley

Debugging

Headword:
κάχρυς
Headword (normalized):
κάχρυς
Headword (normalized/stripped):
καχρυς
IDX:
22280
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22281
Key:
κάχρυς

Data

{'headword_display': '<b>κάχρυς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κάχρυς</HL><Infl>υος</Infl><PS>f</PS><Ety>reltd.<Ref>κέγχρος</Ref></Ety><FG><Case><Lbl>acc.pl.</Lbl><Form>κάχρῡς</Form></Case></FG></HG> <nS1><Tr>parched barley</Tr><Au>Ar. Plu.<LblR>quot.com.</LblR></Au></nS1></NE>', 'key': 'κάχρυς'}