Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καυτός
καυχάομαι
καύχη
καύχημα
Κᾱφῑσός
καχάζω
καχασμός
καχεκτέω
καχέκτης
καχεξίᾱ
καχεταιρίη
καχλάζω
κάχληξ
κάχρυς
καχύποπτος
καχυπότοπος
κᾱ́ω
κε
κεάζω
κέαντες
κέαρ
View word page
καχ-εταιρίη
καχεταιρίηηςIon.fἑταιρίᾱ bad companyThgn.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καχεταιρίη
Headword (normalized):
καχεταιρίη
Headword (normalized/stripped):
καχεταιριη
IDX:
22277
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22278
Key:
καχεταιρίη

Data

{'headword_display': '<b>καχ-εταιρίη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καχ<hyph/>εταιρίη</HL><Infl>ης</Infl><PS>Ion.f</PS><Ety><Ref>ἑταιρίᾱ</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>bad company</Tr><Au>Thgn.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καχεταιρίη'}