Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καύσων
καυτήρ
καυτός
καυχάομαι
καύχη
καύχημα
Κᾱφῑσός
καχάζω
καχασμός
καχεκτέω
καχέκτης
καχεξίᾱ
καχεταιρίη
καχλάζω
κάχληξ
κάχρυς
καχύποπτος
καχυπότοπος
κᾱ́ω
κε
κεάζω
View word page
καχ-έκτης
καχέκτηςουmasc.adjκακόςἔχω of troops, allies, citizensdisaffected, discontentedPlb.

ShortDef

in a bad habit of body

Debugging

Headword:
καχέκτης
Headword (normalized):
καχέκτης
Headword (normalized/stripped):
καχεκτης
IDX:
22275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22276
Key:
καχέκτης

Data

{'headword_display': '<b>καχ-έκτης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καχ<hyph/>έκτης</HL><Infl>ου</Infl><PS>masc.adj</PS><Ety><Ref>κακός</Ref><Ref>ἔχω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of troops, allies, citizens</Indic><Tr>disaffected, discontented</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καχέκτης'}