Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Καΰστριος
καύσω
καύσων
καυτήρ
καυτός
καυχάομαι
καύχη
καύχημα
Κᾱφῑσός
καχάζω
καχασμός
καχεκτέω
καχέκτης
καχεξίᾱ
καχεταιρίη
καχλάζω
κάχληξ
κάχρυς
καχύποπτος
καχυπότοπος
κᾱ́ω
View word page
καχασμός
καχασμόςοῦm laughterref. to merrymakingAr.pl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καχασμός
Headword (normalized):
καχασμός
Headword (normalized/stripped):
καχασμος
IDX:
22273
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22274
Key:
καχασμός

Data

{'headword_display': '<b>καχασμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καχασμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>laughter<Expl>ref. to merrymaking</Expl></Tr><Au>Ar.<LblR>pl.</LblR></Au></nS1></NE>', 'key': 'καχασμός'}