Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καῦσος
καύστειρα
καυστός
Καΰστριος
καύσω
καύσων
καυτήρ
καυτός
καυχάομαι
καύχη
καύχημα
Κᾱφῑσός
καχάζω
καχασμός
καχεκτέω
καχέκτης
καχεξίᾱ
καχεταιρίη
καχλάζω
κάχληξ
κάχρυς
View word page
καύχημα
καύχημα
dial.καύχᾱμα
ατοςn
proud boastPi. boastingPlu.

ShortDef

a boast, vaunt

Debugging

Headword:
καύχημα
Headword (normalized):
καύχημα
Headword (normalized/stripped):
καυχημα
IDX:
22270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22271
Key:
καύχημα

Data

{'headword_display': '<b>καύχημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καύχημα</HL><DL><Lbl>dial.</Lbl><FmHL>καύχᾱμα</FmHL></DL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>proud boast</Tr><Au>Pi.</Au></nS1> <nS1><Tr>boasting</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καύχημα'}