Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καῦσις
καῦσος
καύστειρα
καυστός
Καΰστριος
καύσω
καύσων
καυτήρ
καυτός
καυχάομαι
καύχη
καύχημα
Κᾱφῑσός
καχάζω
καχασμός
καχεκτέω
καχέκτης
καχεξίᾱ
καχεταιρίη
καχλάζω
κάχληξ
View word page
καύχη
καύχηηςf proud boastPi.

ShortDef

boast, vaunt

Debugging

Headword:
καύχη
Headword (normalized):
καύχη
Headword (normalized/stripped):
καυχη
IDX:
22269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22270
Key:
καύχη

Data

{'headword_display': '<b>καύχη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καύχη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>proud boast</Tr><Au>Pi.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καύχη'}