Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καυλός
καῦμα
καυματίζομαι
καυνάκης
Καῦνος
καυσίᾱ
καύσιμος
καῦσις
καῦσος
καύστειρα
καυστός
Καΰστριος
καύσω
καύσων
καυτήρ
καυτός
καυχάομαι
καύχη
καύχημα
Κᾱφῑσός
καχάζω
View word page
καυστός
καυστόςadjseeκαυτός

ShortDef

burnt, red-hot

Debugging

Headword:
καυστός
Headword (normalized):
καυστός
Headword (normalized/stripped):
καυστος
IDX:
22262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22263
Key:
καυστός

Data

{'headword_display': '<b>καυστός</b>', 'content': '<XE><HG><HL>καυστός</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see<Ref>καυτός</Ref></XR> </XE>', 'key': 'καυστός'}