Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Καύκασος
καυλός
καῦμα
καυματίζομαι
καυνάκης
Καῦνος
καυσίᾱ
καύσιμος
καῦσις
καῦσος
καύστειρα
καυστός
Καΰστριος
καύσω
καύσων
καυτήρ
καυτός
καυχάομαι
καύχη
καύχημα
Κᾱφῑσός
View word page
καύστειρα
καύστειραηςfem.adj fig., of battleburningblazingIl.

ShortDef

burning hot, raging

Debugging

Headword:
καύστειρα
Headword (normalized):
καύστειρα
Headword (normalized/stripped):
καυστειρα
IDX:
22261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22262
Key:
καύστειρα

Data

{'headword_display': '<b>καύστειρα</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καύστειρα</HL><Infl>ης</Infl><PS>fem.adj</PS></HG> <aS1><Indic>fig., of battle</Indic><Def>burning</Def><Tr>blazing</Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καύστειρα'}